- πολιτογραφούμαι
- πολιτογραφούμαι, πολιτογραφήθηκα, πολιτογραφημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πολιτογραφώ — πολιτογραφῶ, έω, ΝΜΑ [πολιτογράφος] νεοελλ. 1. δίνω υπηκοότητα, εγγράφω αλλοδαπό στους πολίτες ενός κράτους 2. (το παθ.) πολιτογραφούμαι (για λέξη ή όρο) γίνομαι δόκιμος, εντάσσομαι οργανικά στο ισχύον γλωσσικό σύστημα αρχ. 1. κάνω κάποιον πολίτη … Dictionary of Greek